- φυσιώ
- (I)-άω, Α [φῡσα]1. αναπνέω έντονα και με δυσκολία, ασθμαίνω2. συρίζω («φυσιόωσα ἔχις», Οππ.)3. μτφ. αλαζονεύομαι, επαίρομαι.————————(II)-όω, Α [φύσις]κάνω κάποιον να αντιμετωπίζει κάτι με φυσικό τρόπο («διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἐχειν ὡς πρὸς συνήθη», Σιμπλίκ.).————————(III)-όω, Α [φῡσα]1. γεμίζω κάτι με αέρα, φουσκώνω2. μτφ. προσδίδω σε κάποιον έπαρση, τόν κάνω να συμπεριφέρεται αλαζονικά («ἡ γνῶσις φυσιοῑ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῑ», ΚΔ)3. (κυρίως η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πεφυσιωμένος, -η, -ονφαντασμένος, αλαζόνας.
Dictionary of Greek. 2013.